lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατορθώνω στα τσεχική

Λέξη:
κατορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (22):
dojet, dojít, dokončit, doletět, dosahovat, dospět, dosáhnout, nabýt, prodat, provést, předat, přijet, přijít, přiletět, realizovat, sahat, splnit, uskutečnit, uskutečňovat, vykonat, zpeněžit, získat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική κατορθώνω, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω στα τσεχική, dojet στα ελληνικά
κατορθώνω στα τσεχική