lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατορθώνω στα ιταλικά

Λέξη:
κατορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (9):
giungere, pervenire, toccare, acquisire, acquistare, conseguire, raggiungere, realizzare, compiere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κατορθώνω, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω στα ιταλικά, giungere στα ελληνικά
κατορθώνω στα ιταλικά