lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατορθώνω στα ρωσικά

Λέξη:
κατορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
добирать, достигать, достичь, притирать, выполнять, осуществлять, реализовать, реализовывать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κατορθώνω, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω στα ρωσικά, добирать στα ελληνικά
κατορθώνω στα ρωσικά