lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαστιγώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
μαστιγώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
бічаваць, хвастаць, вздор, пароць, распорваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας μαστιγώνω, μαστιγώνω στα λευκορωσίας, бічаваць στα ελληνικά
μαστιγώνω στα λευκορωσίας