lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαστιγώνω στα τσεχική

Λέξη:
μαστιγώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (12):
bičovat, bít, mrskat, našlehat, ošlehat, potrestat, seřezat, ušlehat, zbičovat, zmrskat, šlehat, švihat
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μαστιγώνω, μαστιγώνω στα τσεχική, bičovat στα ελληνικά
μαστιγώνω στα τσεχική