lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαστιγώνω στα ρωσικά

Λέξη:
μαστιγώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
бичевать, пороть, хлестать, выпороть, высечь, исхлестать, отстегать, отхлестать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά μαστιγώνω, μαστιγώνω στα ρωσικά, бичевать στα ελληνικά
μαστιγώνω στα ρωσικά