lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαστιγώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
μαστιγώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
бичувати, бийте, кит, кінь, побийте, пороти
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μαστιγώνω, μαστιγώνω στα ουκρανικά, бичувати στα ελληνικά
μαστιγώνω στα ουκρανικά