lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: σπάσιμο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
breach, break, breakage, fracture
σπάσιμο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
lom, nedodržení, porušení, prasknutí, průlom, přelomení, přerušení, přetržení, rozbití, trhlina, zlom, zlomenina, zlomení, zrušení
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abbruch, bruch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
afbrydelse, brud
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fractura, quebradura, rompimiento, rotura, ruptura
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bris, brisure, casse, cassement, cassure, fraction, fracture, rupture
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frattura, rottura, violazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beinbrudd, brott, brudd, knekk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
излом, перелом, трещина
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brott, bräcka, knekt, krossa
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пералом
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katkeama, murtuma, taittuma
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
törés, áttörés
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fractura, quebradura, rotura
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
lom, zlom
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zlomenina
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
криза, перелом
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
złamanie

Σχετικές λέξεις

σπάσιμο δήμων, σπάσιμο κωδικών, σπάσιμο κωδικών wifi, σπάσιμο νυχιών, σπάσιμο δήμου λέσβου, σπάσιμο δοντιού, σπάσιμο νησιωτικών δήμων, σπάσιμο δοντιών, σπάσιμο κωδικών facebook, σπάσιμο νερών