lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οξύς στα λευκορωσίας

Λέξη:
οξύς (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
пранізлівы, праніклівы, прарэзлівы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας οξύς, οξύς τοκετός, οξύς πόνος στο στομάχι, οξύς πόνος στο κεφάλι, οξύς πόνος στο γόνατο, οξύς πόνος στο αυτί, οξύς στα λευκορωσίας, пранізлівы στα ελληνικά
οξύς στα λευκορωσίας