lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οξύς στα πορτογαλικά

Λέξη:
οξύς (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
acre, afiado, agudo, astuto, clarividente, cortante, fino, lúcido, penetrante, perspicaz, ríspido, sagaz
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά οξύς, οξύς τοκετός, οξύς πόνος στο στομάχι, οξύς πόνος στο κεφάλι, οξύς πόνος στο γόνατο, οξύς πόνος στο αυτί, οξύς στα πορτογαλικά, acre στα ελληνικά
οξύς στα πορτογαλικά