lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στόμιο στα λευκορωσίας

Λέξη:
στόμιο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
рот, выпасці, здохнуць, легчы, паваліцца, упасці, вусны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας στόμιο, στόμιο λάρισας χαρτης, στόμιο λάρισας ξενοδοχεια, στόμιο λάρισας καμπινγκ, στόμιο λάρισας ενοικιαζομενα, στόμιο λάρισας διαμονή, στόμιο στα λευκορωσίας, рот στα ελληνικά
στόμιο στα λευκορωσίας