lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στόμιο στα πορτογαλικά

Λέξη:
στόμιο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (7):
beijar, beijo, boca, cara, pesar, rosto, sucumbir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά στόμιο, στόμιο λάρισας χαρτης, στόμιο λάρισας ξενοδοχεια, στόμιο λάρισας καμπινγκ, στόμιο λάρισας ενοικιαζομενα, στόμιο λάρισας διαμονή, στόμιο στα πορτογαλικά, beijar στα ελληνικά
στόμιο στα πορτογαλικά