lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στόμιο στα φινλανδικά

Λέξη:
στόμιο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (5):
kasvot, suu, suudella, suutelo, kita
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά στόμιο, στόμιο λάρισας χαρτης, στόμιο λάρισας ξενοδοχεια, στόμιο λάρισας καμπινγκ, στόμιο λάρισας ενοικιαζομενα, στόμιο λάρισας διαμονή, στόμιο στα φινλανδικά, kasvot στα ελληνικά
στόμιο στα φινλανδικά