lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στόμιο στα ουκρανικά

Λέξη:
στόμιο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
вуста, паща, пащу, розтріскатися, розтріскуватися, рот, спускатися, спуститися, спустіться, тріщина, упасти, уста, утроба, хлопець
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά στόμιο, στόμιο λάρισας χαρτης, στόμιο λάρισας ξενοδοχεια, στόμιο λάρισας καμπινγκ, στόμιο λάρισας ενοικιαζομενα, στόμιο λάρισας διαμονή, στόμιο στα ουκρανικά, вуста στα ελληνικά
στόμιο στα ουκρανικά