lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μπράτσο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arm, branch, hand, leg, offshoot, pa, spur
μπράτσο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
obor, odbočka, odvětví, paže, rameno, rozvětvení, ruka, větev
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abteilung, abzweig, arm, ast, ausläufer, hand, zweig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
afdeling, arm, gren, hånd
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bifurcación, brazo, garra, mano, rama
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
branche, bras, embranchement, fauteuil, gin, main, paluche, rameau
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
braccio, bracciolo, branca, frasca, mano, ramo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arm, grein, hand, hånd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ответвление, рука
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
arm, hand
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dorë, krah
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
рука
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kodar
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haara, koura, käsivarsi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ruka
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
biccent, elágazás, folyóág, kéz
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
ranka, šaka
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
braço, garra, mano, mão, perna, rama, ramo
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
braţ
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
roka
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
ruka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рука
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
odnoga, ręka

Σχετικές λέξεις

μπράτσο πόρτας, μπράτσο τηλεόρασης, μπράτσο κιθάρας, μπράτσο ηλεκτρικής κιθάρας, μπράτσο μετάφραση, μπράτσο στα αγγλικα, μπράτσο ετυμολογια, σπύρο μπράτσο, πάολα μπράτσο, τενοντίτιδα μπράτσο