lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυτοπεποίθηση στα νορβηγικά

Λέξη:
αυτοπεποίθηση (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (9):
godtroenhet, lit, selvtillit, tillit, tiltro, kreditt, tillitt, tro, bikt
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά αυτοπεποίθηση, αυτοπεποίθηση τεστ, αυτοπεποίθηση συνώνυμα, αυτοπεποίθηση στα παιδιά, αυτοπεποίθηση παιδιού, αυτοπεποίθηση ορισμός, αυτοπεποίθηση στα νορβηγικά, godtroenhet στα ελληνικά
αυτοπεποίθηση στα νορβηγικά