lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ραντίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
ραντίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (11):
бризкати, вода, водний, душ, злива, кропити, пирскати, плеснуть, покропити, реактивний, струмінь
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ραντίζω, ραντίζω στα ουκρανικά, бризкати στα ελληνικά
ραντίζω στα ουκρανικά