lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξοπλίζω στα νορβηγικά

Λέξη:
εξοπλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (4):
ekvipere, forsyne, innrede, skaffe
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εξοπλίζω, εξοπλίζω συνώνυμα, εξοπλίζω english, εξοπλίζω στα νορβηγικά, ekvipere στα ελληνικά
εξοπλίζω στα νορβηγικά