lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξοπλίζω στα γερμανικά

Λέξη:
εξοπλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (3):
ausrüsten, ausstatten, versorgen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εξοπλίζω, εξοπλίζω συνώνυμα, εξοπλίζω english, εξοπλίζω στα γερμανικά, ausrüsten στα ελληνικά
εξοπλίζω στα γερμανικά