lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξοπλίζω στα ρωσικά

Λέξη:
εξοπλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (3):
обеспечить, оснастить, снабдить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εξοπλίζω, εξοπλίζω συνώνυμα, εξοπλίζω english, εξοπλίζω στα ρωσικά, обеспечить στα ελληνικά
εξοπλίζω στα ρωσικά