εξοπλίζω στα αγγλικά εξοπλίζω στα τσεχική εξοπλίζω στα γερμανικά εξοπλίζω στα δανική εξοπλίζω στα ισπανικά εξοπλίζω στα γαλλικά εξοπλίζω στα ιταλικά εξοπλίζω στα νορβηγικά εξοπλίζω στα σουηδικά εξοπλίζω στα φινλανδικά εξοπλίζω στα πορτογαλικά εξοπλίζω στα πολωνική
ανύπαντρος στα αγγλικά προθυμία στα νορβηγικά μαλακός στα γερμανικά όγκος στα σουηδικά αριθμητική στα πολωνική
όγκος στον εγκέφαλο ανύπαντροσ πατέρασ προθυμία συνωνυμα αριθμητική πρόοδος τυποι