lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξοπλίζω στα τσεχική

Λέξη:
εξοπλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (7):
dodávat, obstarat, obstarávat, opatřit, vybavit, vystrojit, zásobit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εξοπλίζω, εξοπλίζω συνώνυμα, εξοπλίζω english, εξοπλίζω στα τσεχική, dodávat στα ελληνικά
εξοπλίζω στα τσεχική