θρεπτικός στα αγγλικά θρεπτικός στα τσεχική θρεπτικός στα γερμανικά θρεπτικός στα δανική θρεπτικός στα ισπανικά θρεπτικός στα γαλλικά θρεπτικός στα ιταλικά θρεπτικός στα ρωσικά θρεπτικός στα σουηδικά θρεπτικός στα λευκορωσίας θρεπτικός στα πορτογαλικά θρεπτικός στα ουκρανικά θρεπτικός στα πολωνική θρεπτικός στα ουγγρική
οξύ στα πορτογαλικά μέρος στα ουκρανικά νιπτήρας στα ισπανικά συρρέω στα ρωσικά αφοπλισμός στα πολωνική
νιπτήρας κουζίνας πυρηνικόσ αφοπλισμόσ μέρος κλίση οξύ κλίση