lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συρρέω στα ρωσικά

Λέξη:
συρρέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
запрессовать, нагнетать, прессовать, чеканить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά συρρέω, συρρέω στα ρωσικά, запрессовать στα ελληνικά
συρρέω στα ρωσικά