lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θρεπτικός στα ουκρανικά

Λέξη:
θρεπτικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
важливий, живильний, істотний, поживний, реальний, харчовий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά θρεπτικός, θρεπτικός στα ουκρανικά, важливий στα ελληνικά
θρεπτικός στα ουκρανικά