lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνιστής στα νορβηγικά

Λέξη:
καπνιστής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (3):
fyrbøter, røkere, røyker
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά καπνιστής, φανατικός καπνιστής, περιστασιακός καπνιστής, παθητικός καπνιστής, μανιώδης καπνιστής, καπνιστής κρέατος, καπνιστής στα νορβηγικά, fyrbøter στα ελληνικά
καπνιστής στα νορβηγικά