lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνιστής στα ουκρανικά

Λέξη:
καπνιστής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
кочегар, мастильник, пожежник, упорядник
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καπνιστής, φανατικός καπνιστής, περιστασιακός καπνιστής, παθητικός καπνιστής, μανιώδης καπνιστής, καπνιστής κρέατος, καπνιστής στα ουκρανικά, кочегар στα ελληνικά
καπνιστής στα ουκρανικά