lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνιστής στα λευκορωσίας

Λέξη:
καπνιστής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
апальшчык, качагар
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας καπνιστής, φανατικός καπνιστής, περιστασιακός καπνιστής, παθητικός καπνιστής, μανιώδης καπνιστής, καπνιστής κρέατος, καπνιστής στα λευκορωσίας, апальшчык στα ελληνικά
καπνιστής στα λευκορωσίας