lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνιστής στα ρωσικά

Λέξη:
καπνιστής (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
истопник, кочегар, курильщик, курящий
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά καπνιστής, φανατικός καπνιστής, περιστασιακός καπνιστής, παθητικός καπνιστής, μανιώδης καπνιστής, καπνιστής κρέατος, καπνιστής στα ρωσικά, истопник στα ελληνικά
καπνιστής στα ρωσικά