lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: νυσταγμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dreamlike, dreamy, drowsy, sleepy
νυσταγμένος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nevyspalý, ospalý, snový, uspávající
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
duselig, schläfrig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
døsig, søvnig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
somnoliento, soñoliento
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
endormi, ensommeillé, onirique, somnolent, soporeux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assonnato, sonnolento
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
døsig, søvnig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дремотный, сонный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dåsig, sömnig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
сонны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
unine
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
unelias
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pospan
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
álmos, álom
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
ospalý
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
летаргічний, млявий, сонний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
senny