lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ξέσπασμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
belch, blast, blaze, burst, detonation, ebullition, effusion, eruption, explosion, fume, gush, gust, outbreak, outburst
ξέσπασμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
detonace, erupce, salva, vypuknutí, vyrážka, vzplanutí, výbuch, záchvat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausbruch, detonation, eruption, explosion
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
detonation, eksplosion, sprængning, udbrud
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
detonación, erupción, estallido, explosión, salva, traquido, tronido
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bourrasque, déchaînement, détonation, explosion, fulmination, salve, éclatement, éruption
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
detonazione, eruzione, esplosione, salva, scoppio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eksplosjon, erupsjon, frembrudd, knall, utbrott, utbrudd
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взрыв, залп, извержение
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
explodera, utbredd, utbrott
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
взрив, експлозия
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выбух, вывяржэнне, выкрыкванне, выкіданне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
plahvatus, purse
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
räjähdys, vihuri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
eksplozija
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kitörés, robbanás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
protrūkis, sprogimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estalido, estampido, explosão, salva, tranquilo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
výbuch
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
агонія, буря, вибух, виверження, викидання, виливання, випіт, виселення, відмова, відрижка, відхилення, галас, гамір, гомін, зривши, поїздка, приступ, пікнік, шторм, шум
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wybuch

Σχετικές λέξεις

ξέσπασμα μελέτη, ξέσπασμα ελεονώρας μελέτη, ξέσπασμα του φεγγαριού, ξέσπασμα του φεγγαριού free download, ξέσπασμα - παύλος σιδηρόπουλος στιχοι, ξέσπασμα βερύκιου, ξέσπασμα παπαδάκη, ξέσπασμα βενιζέλου, ξέσπασμα μαθήτριας για την ελλάδα του σήμερα, ξέσπασμα θυμού