lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ομολογία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acknowledgement, acknowledgment, admission, allocation, appropriation, avowal, awarding, conferment, confession, creed, declaration, denomination, faith, occupation, persuasion, profession, recognition, religion, toll
ομολογία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
doznání, náboženství, povolání, profese, propůjčení, přidělení, přiznání, přiřčení, udělení, vyznání, víra, zaměstnání, zpověď
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beichte, bekenntnis, besetzung, eingeständnis, gestehen, geständnis, glaube, konfession, religion
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
religion, skrifte, stilling, yrke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asignación, concesión, confesión, creencia, fe, profesión, religión
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
attribution, aveu, confession, profession, religion
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ammissione, assegnazione, confessione, professione, religione, rivendicazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekjennelse, erkjennelse, konfesjon, religion, tro, yrke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вероисповедание, исповедь, признание
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bekännelse, eftergift, konfession
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fe
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
занятие, признание, професия, религия
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прызнанне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
elukutse, piht, usund, ülestunnistus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ammatti, rippi, tunnustaminen, tunnustus, uskonto
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
beismerés, bevallás, felekezet, hit, vallás
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
išpažintis, religija, tikėjimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
confisco, confissão, fé, prestigio, profecia, profissão, religião
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
mărturisire
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
poklic
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визнання, вступ, вхід, допущення, доступ, заклад, запорука, застава, зізнання, освідчення, признання, прийняття, припущення, підтвердження, розписка, розпізнавання, сповідь
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przyznanie, wyznanie

Σχετικές λέξεις

ομολογία πίστεως, ομολογία του άουγκσμπουργκ, ομολογία της αυγούστας, ομολογία προθεσμιακής καταθέσεως, ομολογία πακιστανού, ομολογία πίστεωσ κατά του οικουμενισμού, ομολογία που σοκάρει από το δράκο της πάρου, ομολογία σοκ «τη χτύπησε στα βράχια επειδή αντιστεκόταν», ομολογία του αποχωρούντα αρχισυντάκτη των new york times, ομολογία προθεσμιακής κατάθεσης