lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξασθένηση στα ουγγρική

Λέξη:
εξασθένηση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
bágyadtság, elerőtlenedés, gyengeség
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική εξασθένηση, εξασθένηση των σφιγκτήρων μυών, εξασθένηση του ήχου, εξασθένηση της στιβάδας του όζοντος, εξασθένηση συνώνυμο, εξασθένηση στοιβάδας όζοντος, εξασθένηση στα ουγγρική, bágyadtság στα ελληνικά
εξασθένηση στα ουγγρική