lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξασθένηση στα ουκρανικά

Λέξη:
εξασθένηση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
безсилля, вада, водянистість, кволість, крихкість, послаблення, релаксація, розрідженість, розслаблення, слабкість, слабість, убогість
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά εξασθένηση, εξασθένηση των σφιγκτήρων μυών, εξασθένηση του ήχου, εξασθένηση της στιβάδας του όζοντος, εξασθένηση συνώνυμο, εξασθένηση στοιβάδας όζοντος, εξασθένηση στα ουκρανικά, безсилля στα ελληνικά
εξασθένηση στα ουκρανικά