lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εξασθένηση στα τσεχική

Λέξη:
εξασθένηση (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
malátnost, mdlo, nevolnost, ochabování, oslabení, slabost, slabůstka, snížení, vyčerpanost, vyčerpání, zeslabení, zmenšení, zředění, útlum
Σχετικές λέξεις:
τσεχική εξασθένηση, εξασθένηση των σφιγκτήρων μυών, εξασθένηση του ήχου, εξασθένηση της στιβάδας του όζοντος, εξασθένηση συνώνυμο, εξασθένηση στοιβάδας όζοντος, εξασθένηση στα τσεχική, malátnost στα ελληνικά
εξασθένηση στα τσεχική