lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τμήμα στα ουγγρική

Λέξη:
τμήμα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (21):
boncolás, darab, fejezet, gerezd, keresztmetszet, káptalan, különítmény, metszet, osztag, osztály, osztás, profil, rész, részleg, részlet, szakasz, szelet, szelvény, terület, ágazat, átvágás
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική τμήμα, τμήμα ψυχολογίας απθ, τμήμα φιλοσοφίας και παιδαγωγικής απθ, τμήμα φιλολογίας, τμήμα πληροφορικής, τμήμα περιβάλλοντος, τμήμα στα ουγγρική, boncolás στα ελληνικά
τμήμα στα ουγγρική