lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τμήμα στα πορτογαλικά

Λέξη:
τμήμα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (21):
brigada, capítulo, compartimento, departamento, destacamento, dividido, divisada, divisão, equipe, especialidade, extensão, filial, fragmento, mercadoria, participo, secção, segmento, sucursal, talos, tramo, tropa
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τμήμα, τμήμα ψυχολογίας απθ, τμήμα φιλοσοφίας και παιδαγωγικής απθ, τμήμα φιλολογίας, τμήμα πληροφορικής, τμήμα περιβάλλοντος, τμήμα στα πορτογαλικά, brigada στα ελληνικά
τμήμα στα πορτογαλικά