lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τμήμα στα δανική

Λέξη:
τμήμα (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (19):
afdeling, akse, andel, artikel, brorpart, del, deling, departement, division, embede, filial, fordeling, kapitel, ministerium, part, segment, sektor, troppo, vare
Σχετικές λέξεις:
δανική τμήμα, τμήμα ψυχολογίας απθ, τμήμα φιλοσοφίας και παιδαγωγικής απθ, τμήμα φιλολογίας, τμήμα πληροφορικής, τμήμα περιβάλλοντος, τμήμα στα δανική, afdeling στα ελληνικά
τμήμα στα δανική