lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπόθεση στα ουγγρική

Λέξη:
υπόθεση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (13):
botrány, cselekmény, dolog, feltételezés, kockázat, kérdés, részvény, vélelem, véletlen, érdek, ügy, ügylet, üzlet
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική υπόθεση, υπόθεση του riemann, υπόθεση οτσαλάν, υπόθεση ντρέιφους, υπόθεση μαρσελίνο, υπόθεση μέρτεν, υπόθεση στα ουγγρική, botrány στα ελληνικά
υπόθεση στα ουγγρική