lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπόθεση στα βουλγαρικά

Λέξη:
υπόθεση (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (11):
дело, догадка, задача, лихва, магазин, падеж, повод, работа, сделка, случай, търговия
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά υπόθεση, υπόθεση του riemann, υπόθεση οτσαλάν, υπόθεση ντρέιφους, υπόθεση μαρσελίνο, υπόθεση μέρτεν, υπόθεση στα βουλγαρικά, дело στα ελληνικά
υπόθεση στα βουλγαρικά