lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ακούω στα ουκρανικά

Λέξη:
ακούω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
дотримуватися, заслухати, заслуховувати, зрозумійте, зрозуміти, послухати, почуйте, почути, прослідкувати, розуміти, слухайте, слухати, слідкувати, слідуйте, чути
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ακούω, ακούω φωνές, ακούω τινά διαβάλλειν, ακούω την αγάπη lyrics, ακούω την αγάπη, ακούω συνώνυμα, ακούω στα ουκρανικά, дотримуватися στα ελληνικά
ακούω στα ουκρανικά