lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ενστικτώδης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
instinctive, instinctual, unconditioned
ενστικτώδης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bezděčný, instinktivní, pudový
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
instinktiv, instinktmäßig
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
instinktiv
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
instintivo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
instinctif
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
istintivo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
instinktiv, ubevisst
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инстинктивный
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
інстынктыўны
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vaistlik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaistomainen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ösztönös
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instintivo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інстинктивний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
instynktowny

Σχετικές λέξεις

ενστικτώδης συμπεριφορά