lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατονία στα ουκρανικά

Λέξη:
ατονία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
безсилля, вихолощування, знесилля, інвалідність, неміч, неможливість, непрацездатність, неспроможність
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ατονία, ατονία υπνηλία, ατονία της μήτρας και αιμορραγία μετά τον τοκετό, ατονία στην εγκυμοσύνη, ατονία στα πόδια, ατονία μυών, ατονία στα ουκρανικά, безсилля στα ελληνικά
ατονία στα ουκρανικά