lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ατονία στα αγγλικά

Λέξη:
ατονία (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (6):
debility, impotence, incapacity, infirmity, malaise, powerlessness
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά ατονία, ατονία υπνηλία, ατονία της μήτρας και αιμορραγία μετά τον τοκετό, ατονία στην εγκυμοσύνη, ατονία στα πόδια, ατονία μυών, ατονία στα αγγλικά, debility στα ελληνικά
ατονία στα αγγλικά