lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλαβερός στα ουκρανικά

Λέξη:
βλαβερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
ворожий, грішний, заразний, злобливий, злобний, наклепницький, неправдивий, неправильний, неслухняний, несправедливий, несприятливий, образливий, отруйний, протилежний, пустотливий, раковий, смертельний, хворобливий, шкідливий
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βλαβερός, βλαβερός συνώνυμο, βλαβερός συνώνυμα, βλαβερός στα ουκρανικά, ворожий στα ελληνικά
βλαβερός στα ουκρανικά