lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλαβερός στα πορτογαλικά

Λέξη:
βλαβερός (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
adverso, contrario, daninho, doente, enfermo, nocivo, pernicioso, perverso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά βλαβερός, βλαβερός συνώνυμο, βλαβερός συνώνυμα, βλαβερός στα πορτογαλικά, adverso στα ελληνικά
βλαβερός στα πορτογαλικά