lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δάσος στα ουκρανικά

Λέξη:
δάσος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
бор, лісистий, лісний, лісною, лісній, лісовий, лісовою, лісової, лісовій, набридати, набриднути, нудьга, обридати, отвір, свердлити, свердловина, свердлувати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δάσος, δάσος χαιδαρίου, δάσος φρακτού, δάσος φολόης, δάσος του ρούβα, δάσος συγγρού, δάσος στα ουκρανικά, бор στα ελληνικά
δάσος στα ουκρανικά