lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ιδιωτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
backstage, informal, particular, personal, private, privy
ιδιωτικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
důvěrný, jednotlivost, jednotlivý, osobní, privátní, soukromý, zvláštní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
außergewöhnlich, besondere, persönlich, privat, speziell, ungewöhnlich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
privat, særlig, særskilt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especial, particular, personal, privado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
particulier, privé
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
particolare, peculiare, privato, singolo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
privat, spesiell
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неделовой, партикулярный, приватный, частный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enskild, privat
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
privat
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прыватны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erikoinen, erityinen, yksityinen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osobni
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
magán, privát
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
privatus
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
especial, informal, particular, peculiar, privado
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
poseben
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
конфіденційний, периферичний, периферійний, приватний, приватновласницький, частковий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
prywatny

Σχετικές λέξεις

ιδιωτικός αστυνομικός ασφαλείας, ιδιωτικός υπάλληλος στα αγγλικά, ιδιωτικός παιδικός σταθμός, ιδιωτικός δρόμος, ιδιωτικός ερευνητής, ιδιωτικός ντετέκτιβ, ιδιωτικός μετεωρολογικός σταθμός καβάλας, ιδιωτικός τομέας άδειες, ιδιωτικός κοινωνικός τουρισμός, ιδιωτικός υπάλληλος αγγλικά