lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διφορούμενος στα ουκρανικά

Λέξη:
διφορούμενος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (19):
важкозрозумілий, двозначний, мрійливий, напідпитку, невизначений, незрозумілий, неоднозначний, неозначений, неясний, присмерки, прихований, пророчий, пухнастий, підозрілий, трансцендентальний, трансцендентний, туманний, тінистий, хмарний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά διφορούμενος, διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος στα ουκρανικά, важкозрозумілий στα ελληνικά
διφορούμενος στα ουκρανικά