lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διφορούμενος στα τσεχική

Λέξη:
διφορούμενος (Αριθμός των γραμμάτων: 12)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (17):
abstraktní, dvojsmyslný, dvojznačný, mdlý, mlhavý, nejasný, nesrozumitelný, neurčitý, neznámý, obojetný, obskurní, odtažitý, temný, tmavý, vágní, zmatený, šerý
Σχετικές λέξεις:
τσεχική διφορούμενος, διφορούμενος συνώνυμο, διφορούμενος συνώνυμα, διφορούμενος αγγλικα, διφορούμενος in english, διφορούμενος στα τσεχική, abstraktní στα ελληνικά
διφορούμενος στα τσεχική