lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δόλωμα στα ουκρανικά

Λέξη:
δόλωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (18):
завод, залучення, зваблювання, знаду, морква, мотив, насадження, посадити, привабливість, приманка, принада, притягнення, рослина, саджати, садити, спокуса, спокусу, стимул
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δόλωμα, δόλωμα φαραώ video, δόλωμα φαραώ, δόλωμα σωλήνας, δόλωμα σαρδέλα, δόλωμα μπικατίνι, δόλωμα στα ουκρανικά, завод στα ελληνικά
δόλωμα στα ουκρανικά